- προπανόλη
- η, Νχημ. συνοπτική ονομασία δύο άκυκλων οργανικών ενώσεων, κορεσμένων μονοσθενών αλκοολών, παραγώγων τού προπανίου, ισομερών μεταξύ τους.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. propanol < propane (βλ. προπάνιο) + κατάλ. τής χημ. ορολογίας -ol].
Dictionary of Greek. 2013.